Ηλεκτρική Διασύνδεση Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας
Πάλι θα πληρώσει τη ζημιά ο Κύπριος Εργαζόμενος;
Την τελευταία περίοδο γίνεται έντονη συζήτηση για το αν θα πρέπει ή όχι να υλοποιηθεί το έργο, ποιος θα φταίει αν δεν προχωρήσει, χρησιμοποιώντας τις περισσότερες φορές επιχειρήματα που καμία σχέση δεν έχουν με αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να συζητιέται: Με βάση ποιας τεχνοοικονομικής μελέτης αυτό το έργο είναι βιώσιμο. Ποια δεδομένα έχουν ληφθεί υπόψη και σε σχέση με ποιες εναλλαχτικές λύσεις.
Να θυμίσουμε ότι η συζήτηση προέκυψε όταν είχε ζητηθεί από τους ιδιώτες «επενδυτές», σε αυτή την περίπτωση ο ΑΔΜΗΕ τη Ελλάδας, να συμβάλει το Κυπριακό κράτος στην χρηματοδότηση του έργου κατά 60%, με τους Κύπριους καταναλωτές να προπληρώνουν στους λογαριασμούς του ρεύματος. Τότε οι Κυπριακές Αρχές αναγκάστηκαν να ζητήσουν τεχνοοικονομική μελέτη, η οποία φαίνεται να δείχνει ότι το έργο είναι προβληματικό. Και τότε άρχισαν οι δεύτερες σκέψεις.
Το τι ακολούθησε είναι μία αισχρή καμπάνια από μέρους των επενδυτών για να στρέψουν την κοινή γνώμη υπέρ του έργου. Χρησιμοποιήθηκαν οικονομικοί, γεωπολιτικοί και γεωστρατηγικοί λόγοι, δημοσιεύτηκαν πληρωμένα άρθρα σχεδόν σε όλα τα μέσα, απειλήθηκαν θεσμοί. Τις τελευταίες μέρες μπήκαν μέσα και οι Αμερικάνοι!
Το επιχείρημα ότι το πολύ ακριβό ρεύμα της Κύπρου θα μειωθεί με τη διασύνδεση είναι παντού. Όλα αυτά βέβαια χωρίς τα αναγκαία στοιχεία να το στηρίξουν.
Η μελέτη για το έργο χρονολογείται από τις αρχές του 2012. Υπήρχε τότε μια έντονη δραστηριότητα από το Ισραήλ με κύριο στόχο, από τη μια να βγει από την ενεργειακή απομόνωση και, από την άλλη, να διοχετεύσει στην Ευρώπη την φτηνή ενέργεια που θεωρούσε ότι θα μπορούσε να παράγει από την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου που σύντομα θα μπορούσε να εξορύξει από το Λεβιάθαν.
Στις τεχνικές επιτροπές που δημιουργήθηκαν για τη μελέτη του έργου και αποτελούνταν από Ισραηλίτες, Κύπριους και Έλληνες εμπειρογνώμονες, οι Ισραηλίτες είχαν τον πιο ενεργό ρόλο. Πολύ σύντομα είχε διαφανεί ότι το έργο ήταν τεχνικά αδύνατο να γίνει κύρια λόγω της απόστασης και του βάθους μεταξύ Κύπρου και Κρήτης. Από το σύνολο των 748km της απόστασης, τα 315km είναι με βάθος μεταξύ 2000 και 2500m και τα 248km με βάθος πέραν των 2500m. Για τη μελέτη προβλεπόταν η εγκατάσταση δύο καλωδίων δυναμικότητας 1000MW το κάθε ένα. Την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε εργοστάσιο να κατασκευάζει καλώδιο αυτής της δυναμικότητας πέραν των 2000m μήκους, ούτε πλοίο με δυνατότητα να ποντίσει καλώδιο τέτοιου βάρους.
Με αυτά τα δεδομένα το έργο είχε ατονήσει. Επανήλθε κάποια χρόνια μετά με διαφοροποιήσεις όσον αφορά τους επενδυτές αλλά και στις τεχνικές προδιαγραφές του καλωδίου. Η δυναμικότητα του κάθε καλωδίου μειώνεται στα 500MW, για να μπορεί πλέον τεχνικά να υλοποιηθεί, συντηρητικά, με εκτιμημένο κόστος 2 δις.
Αναφορά πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι η σύνδεση Κρήτης – Πελοποννήσου, που αρχικά συμπεριλαμβανόταν στο έργο, έχει ήδη υλοποιηθεί με δύο καλώδια αλλά με δυναμικότητα 200MW το κάθε ένα. Η απόσταση μεταξύ Κρήτης – Πελοποννήσου είναι 176km και το βάθος δεν υπερβαίνει τα 1000m. Ταυτόχρονα κατασκευάζεται ακόμα μία σύνδεση μεταξύ Κρήτης και Αττικής δύο καλωδίων με δυναμικότητα 1000MW το καθένα. Η απόσταση είναι 336km και το βάθος δεν υπερβαίνει τα 1200m.Κύριο χαρακτηριστικό του δικτύου της Κρήτης είναι ότι έχει πολλή αιολική ενέργεια την οποία, με την διασύνδεση, θα μπορούσε να διοχετευθεί στην Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παρείχε σταθερότητα στο δικό της.
Το κύριο επιχείρημα που έχει χρησιμοποιηθεί για τη διασύνδεση είναι ότι θα χαμηλώσει το κόστος ρεύματος. Πόσο αλήθεια είναι όμως αυτό; Είδαμε πιο πάνω ότι οι αρχικοί λόγοι, οι οποίοι και πιθανόν να μην έχουν αλλάξει, για τη κατασκευή της διασύνδεσης ήταν άλλοι. Ποια όμως είναι τα δεδομένα του δικτύου στην Κύπρο και πώς μπορεί μια διασύνδεση να βοηθήσει;
Το κύριο στοιχείο του δικτύου της Κύπρου είναι ότι είναι μικρό και απομονωμένο, δεδομένο το οποίο κάνει το δίκτυο ασταθές και ευπαθές σε διαταραχές, ειδικά την τελευταία περίοδο όπου υπάρχει μεγάλη διείσδυση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου, μια διασύνδεση θα ήταν πολύ χρήσιμη όχι τόσο για να απορροφήσει ενέργεια από αλλού αλλά για να βοηθήσει στην ευστάθεια του συστήματος όπως επίσης και στην απορρόφηση των ΑΠΕ που παράγονται στη Κύπρο.
Θυμίζω ότι η διασύνδεση αποτελείται από 2 καλώδια των 500ΜW το καθένα. Τώρα, αν ο διαχειριστής μεταφοράς (ΔΜΣΚ) εφαρμόσει τα κριτήρια ασφάλειας που απαιτεί από το υπόλοιπο δίκτυο μεταφοράς της Κύπρου, τότε δεν θα μπορεί να φορτώσει τα καλώδια πέραν των 500MW αν όχι και λιγότερα, ανάλογα με τη διάταξη του δικτύου τη δεδομένη στιγμή.
Το πιο σημαντικό στοιχείο για τη βιωσιμότητα του έργου θα έπρεπε να είναι η κατανάλωση του δικτύου από τη μια και το μείγμα παραγωγής στην Κύπρο από την άλλη. Στο σχεδιάγραμμα (πηγή ΔΣΜΚ - σχόλια δικά μου) φαίνεται η ολική ζήτηση του συστήματος κατά την διάρκεια ενός χρόνου. Βλέπουμε ότι για περίπου 30% του χρόνου η κατανάλωση είναι κάτω των 520MW και για ακόμα 30% του χρόνου είναι κάτω από 650MW. Μόνο για 10% του χρόνου η κατανάλωση υπερβαίνει τα 800MW. Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε να διερωτάται κανείς αν η ενέργεια θα ρέει από την Ελλάδα προς την Κύπρο ή ανάποδα.
Στον πίνακα φαίνεται η δυνατότητα παραγωγής για το 2024. Έχει συμπληρωθεί ο πίνακας (με κίτρινο), με τις δύο μονάδες φυσικού αερίου που κατασκευάζονται τώρα από ΑΗΚ και PEC (Power Energy Cyprus – Cyfield). Από τον πίνακα φαίνεται ότι το ποσοστό των ΑΠΕ είναι 38,0% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος ενώ η κατανάλωση όμως είναι 21,5% (ιστοσελίδα ΔΣΜΚ). Χαρακτηριστικά υπάρχουν περίοδοι που γίνεται μεγάλη αποκοπή των ΑΠΕ διότι δεν μπορεί να την απορροφήσει το σύστημα. Άρα το πρόβλημα θα έπρεπε να είναι πώς να απορροφήσουμε αυτή την ενέργεια και όχι πως να φέρουμε και άλλη ενέργεια από την Ελλάδα με μια πανάκριβη διασύνδεση.
Μια λύση πολύ πιο πειστική από την καλωδιακή διασύνδεση είναι η εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης. Ήδη έχει αρχίσει η δανειοδότηση και φαίνεται ότι εντός των επόμενων 3 χρόνων θα έχουν εγκατασταθεί στο δίκτυο μπαταρίες ισχύος γύρω στα 500MW (ενέργειας 1000 έως 1500 MWhrs). Στο σχεδιάγραμμα που δείχνει εικόνα από την ιστοσελίδα «δυνατότητα υποδοχής ΑΠΕ του δικτύου», των διαχειριστών μεταφοράς – διανομής φαίνεται ότι υπάρχει εγκεκριμένη ισχύς σε ΑΠΕ για ακόμα 369MW. Η εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης θα δώσει τη δυνατότητα για περισσότερη εγκατάσταση και ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ.
Με βάση τα πιο πάνω η υλοποίηση του έργου ηλεκτρικής διασύνδεση της Κύπρου με Κρήτη δεν θα έχει ουσιαστικά οφέλη στους Κύπριους καταναλωτές, μάλλον το αντίθετο. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τους ιδιώτες που επιμένουν στην κατασκευή ενός τεράστιου και πανάκριβου έργου αμφιβόλου οφέλους και, ιδιαίτερα, χωρίς ρίσκο για τους ίδιους.
Το ότι το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο είναι εξαιρετικά μεγάλο, δεν το αμφισβητεί κανείς. Το ερώτημα είναι ποιοι οι λόγοι γι’ αυτό και ποιες λύσεις υπάρχουν. Εδώ πρέπει να συζητηθούν θέματα όπως η απορρύθμιση της ηλεκτρικής ενέργειας που είχαμε τα τελευταία 20 χρόνια, θέματα της λειτουργείας ή όχι της αγοράς κλπ.
Το ηλεκτρικό σύστημα της Κύπρου χρειάζεται ηλεκτρική διασύνδεση με άλλα μεγαλύτερα συστήματα για τους λόγους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, αλλά με ένα πολύ μικρότερο κόστος για να μπορεί να είναι βιώσιμο, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την Τουρκία, εφόσον βέβαια αποκτήσουμε διάθεση να λύσουμε το Κυπριακό.
Ντίνος Χαραλαμπίδης
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός
Μέλος Αριστερής Πτέρυγας
8 Σεπτεμβρίου 2024