marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

Εκατό τοις εκατό κυπριακό γαϊδούρι*

Τα χρόνια γλιστρούν σαν ποτάμι μέσα από τις παλάμες μας και φεύγουν. Οι ρυτίδες και το λευκό σαν χιόνι χρώμα που στρώθηκε στο κεφάλι μου, μαρτυρούν πως το ποτάμι πλησιάζει την απέραντη θάλασσα. Πέρασαν σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια από το τελευταίο άρθρο που είχα γράψει στην Avrupa (Afrika), στις 12 Μαΐου του 2008. Τόσα χρόνια είχα να συναντήσω και τον φίλο μου, Σενέρ Λεβέντ.  Ήπιαμε το καφεδάκι μας στα γραφεία της Αβρούπα και συμφωνήσαμε να ξαναρχίσω να γράφω την εβδομαδιαία στήλη μου. Η φίλη μου Faize Özdemirciler άρπαξε μια πρόταση που είπα και πρότεινε να ονομάσουμε τη στήλη «Γυμνή Αλήθεια». Άλλωστε, την αλήθεια δεν τη θες με ρούχα, αν την έχεις ερωτευτεί. Θες να την ξεγυμνώσεις και να δεις όλες της καμπύλες της, να αγγίξεις κάθε γωνιά του σώματός της, να ακούσεις τους απόκρυφους κραδασμούς που κρύβει στην ψυχή της. Αν δεν τη θες γυμνή, τότε δεν είναι έρωτας κι αν δεν είναι έρωτας, δεν είναι πάθος κι όταν σβήσει το πάθος, ακολουθεί ο χωρισμός. Ξέρω πως κανείς δεν γνωρίζει όλες τις αλήθειες για όλα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στο νησί μας και στον κόσμο, μα πρέπει να φανούμε γενναίοι και να τις αναζητήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.

Ο τίτλος και η τελευταία πρόταση του τελευταίου άρθρου μου, σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα το 2008,  ήταν, «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Μια πρόταση δανεισμένη από τον κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη. Είπα να συνεχίσω σήμερα από εκεί που σταμάτησα. Σε εκείνο το άρθρο είχα γράψει πως δεν αισθανόμουν πλέον τον διαχωρισμό της ταυτότητας που ο εθνικισμός επέβαλε σε αυτή την πατρίδα. Δεν αισθανόμουν πλέον Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος, δεν χωρούσαν πλέον αυτοί οι διαχωριστικοί ορισμοί μέσα μου. Αυτή είναι και σήμερα η αλήθεια μου. Αυτός ο διαχωρισμός μέσα μου έχει καταργηθεί δια παντός. Είμαι εκατό τοις εκατό κυπριακό γαϊδούρι, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Μου έχουν φορτώσει στο σαμάρι τον πόνο, τη μιζέρια και την πολιτική ηλιθιότητα αυτού του τόπου, και τον κουβαλώ στην πλάτη μου, όπως κι εσείς. Γέμισαν οι αφέντες μας το σώμα μας πληγές απ’ τα κτυπήματα, μα ακόμα στεκόμαστε όρθιοι και συνεχίζουμε, πεπεισμένοι πως έτσι υπηρετούμε την πατρίδα μας. «Είμαι περήφανος που είμαι Τούρκος», φωνάζει ο ένας, «Είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας», φωνάζει ο άλλος, κι εμείς είμαστε τα περήφανα ανθεκτικά γαϊδούρια, που κουβαλάμε το δυσβάστακτο φορτίο μιας μοιρασμένης πατρίδας, που λαχταρούμε να επανενώσουμε.

Έχουμε διανύσει περισσότερο από μισό αιώνα με αυτό το φορτίο στην πλάτη, με το όνειρο πως ήρθε η στιγμή να κοιμηθούμε κι εμείς στο παλάτι, μα πάντα καταλήγουμε στον ίδιο βρώμικο στάβλο, να κοιμόμαστε μέσα στην κοπριά μας και να καταβροχθίζουμε τον ίδιο άγευστο πολιτικό σανό. Πού και πού αποκάμνουμε κι αρχίζουμε να γκαρίζουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα καφενεία, και προς στιγμή νομίζεις πως τα γαϊδούρια ψήνουν μια επανάσταση. Με το που ξημερώνει η επόμενη μέρα, ξαναφορτωνόμαστε τα σαμάρια και επιστρέφουμε στην ρουτίνα μας.

Είμαστε τόσο ανθεκτικοί στην κακοποίηση, που για μισό αιώνα έχουμε ανεχτεί τα πάντα. Τρομοκρατικές οργανώσεις, πολιτικές δολοφονίες, απειλές, φίμωση της αλήθειας, εκφοβισμούς, διακοινοτικές συγκρούσεις, πόλεμο, μαζικές εκτελέσεις, ομαδικούς τάφους, αγνοούμενους, προσφυγιά και στο τέλος διχοτόμηση. Νικηθήκαμε από τη μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό και μυαλό δεν βάλαμε. Χαράξαμε σημαίες στα βουνά και γεμίσαμε τα κτήρια με εθνικά λάβαρα, κόκκινα και μπλε και κατακτηθήκαμε πρωτίστως εσωτερικά. Με τη γαϊδουρίσια υπομονή μας, ανεχτήκαμε τη διαστρέβλωση της ιστορίας, την καταπάτηση των γαϊδουρο-δικαιωμάτων μας κι οργώσαμε τη γη μας, σαν ξένο χώμα. Βρέθηκε ο Μεσαρίτης να οργώνει στην Πάφο, και ο Παφίτης να θερίζει στη Μεσαριά, και αυτό ονομάστηκε νίκη.

Πού μας οδήγησε ο εθνικισμός μας σήμερα; Μετέτρεψαν τα οδοφράγματα σε κανονικά σύνορα, και για να συναντήσω τον Σενέρ πρέπει να περάσω τελωνειακό έλεγχο. «Αγόρασες τσιγάρα;» με ρωτάει ο τελωνειακός. Δεν τους νοιάζει αν αγόρασες ένα χρυσό ρολόι ή ένα εξοχικό στην Κερύνεια, μόνο τσιγάρα να μην έχεις αγοράσει και μπορείς να περάσεις ανενόχλητος. «Ποια καπνοβιομηχανία σε πληρώνει φίλε μου;», του απάντησα κι εγώ με ερωτηματικό. Θύμωσε κι έκανε το σαμάρι μου άνω κάτω να βρει καπνό. Ο ένας εθνικιστής άνοιξε την Αμμόχωστο, ο άλλος εθνικιστής έβαλε συρματοπλέγματα και παρήγγειλε, λέει, κάμερες από το Ισραήλ να παρακολουθούν τη νεκρή ζώνη, κι εμείς τα γαϊδούρια, με καρότο και μαστίγιο τραβάμε την ανηφόρα μας κι ονειρευόμαστε παλάτια. Αυτή είναι η γυμνή αλήθεια.

Τόνι Αγκαστινιώτης

20 Φεβρουαρίου 2022 

 

*Ταυτόχρονη δημοσίευση στην Avroupa σε Τούρκικη μετάφραση