marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

 

Πορεία θανάτου

Η αληθινή ιστορία είναι φτιαγμένη από τη σιωπή των νεκρών.

Ετιέν Ρέι

 

Το πιο κάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου, οπού καταγραφώ την πρώτη μου επίσκεψη στους ομαδικούς το 2004 για το γύρισμα του ντοκιμαντέρ «Φωνή Αίματος».  

Από την Περιστερωνοπηγή ξεκίνησαν οι δολοφόνοι την πορεία θανάτου το 1974, και τώρα ακολουθώ νοερά τη νεκροφόρα πομπή. Βλέπω το ίδιο τοπίο που έβλεπαν, είναι η ίδια εποχή του χρόνου, όλα είναι στη θέση τους. Φτάνοντας στη Μάραθα ελάττωσα ταχύτητα, αλλά δεν σταμάτησα. Ήθελα να καταγράψω πρώτα όλο το δρομολόγιο και να αφήσω την τοπογραφία να μιλήσει πρώτη. Προσπαθώ να ιχνηλατήσω τις σκέψεις των δολοφόνων. Ανατριχιάζω με την αίσθηση ότι τώρα το ταξίδι της ζωής μου θα ενωθεί με το δικό τους, για πάντα. Θα πρέπει πλέον να ανεχτούν τη σκιά μου, μα κι εγώ τη δική τους. Είναι η στιγμή που κοιτάζεις μέσα σου και αηδιάζεις από ντροπή, που ανήκεις στο ανθρώπινο είδος.

Είναι πολύ πυκνό το σκοτάδι στο μυαλό των φονιάδων, προσπαθώ, μα δεν μπορώ να διακρίνω τη διαστροφή στο νευρικό τους σύστημα. Αναρωτιέμαι: «Είσαι μέσα στο λεωφορείο, κρατάς σφιχτά ένα αυτόματο, γεμιστήρες, και είσαι έτοιμος να δολοφονήσεις βρέφη, παιδιά, μητέρες, πατεράδες, παππούδες, γιαγιάδες. Πώς νιώθεις, φονιά; Μόλις μοίρασες την πατρίδα σου και συνεχίζεις ακάθεκτος το έργο σου. Δείξε μου ποιο σχολειό, ποια εκκλησιά, ποιοι εθνοπατέρες μόλυναν με τόσο μίσος την ψυχή σου; Πες μου, δολοφόνε, τρέμει η σκανδάλη στο χέρι σου; Πέρασε, έστω για μια στιγμή, ο κρύος ιδρώτας της συνείδησης να σε ανατριχιάσει ή απλώς σκότωσες, επειδή μπορούσες;»

Σιωπή… Δεν μπορώ να διακρίνω μέσα στο έρεβος ένα σημάδι μετάνοιας. Δεν έχω απαντήσεις. Συνέχισα ανατολικά προς το Σανδαλάρι. Πέρασα μπροστά από το νεκροταφείο των θυμάτων της σφαγής, λίγο πιο κάτω συνάντησα το μικρό σχολείο, που παρέμενε σιωπηλό, ανάμεσα στα πεύκα, και προχώρησα μέχρι που έφτασα στα μισογκρεμισμένα πλιθαρένια σπίτια του χωριού. Δεν σταμάτησα ούτε στο Σανδαλάρι. Έμεινα προσκολλημένος στην πορεία των όπλων, που σταμάτησε στην Αλόα. Τα περισσότερα σπίτια στην Αλόα, όπως και στο Σανδαλάρι, ήταν μισογκρεμισμένα, και οι κάτοικοι των χωριών λιγοστοί… Ερήμωση, που δεν ήρθε από αστυφιλία αλλά από αφανισμό.

Με τη φαντασία μου ξανάκτισα τα γκρεμισμένα σπίτια και γέμισα το χωριό με κόσμο και παιδικές φωνές. Ο πατέρας που επιστρέφει απ’ τους αγρούς με το κοπάδι, η μητέρα που φτιάχνει χαλούμι, τα παιδιά που έχουν έρθει το καλοκαίρι να περάσουν τις διακοπές τους με τους παππούδες και τις γιαγιάδες και τρέχουν στα χωράφια ξέγνοιαστα. Ένα κυπριακό χωριό, στον κάμπο της Μεσαορίας.

Στο κοιμητήριο της Αλόας αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να σταθμεύσουμε και να οπλίσουμε την κάμερα. Αριστερά, σε μια γκρίζα πλάκα υπάρχει, μεταξύ άλλων, μια επιγραφή με δήλωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, χρονολογημένη τον Αύγουστο του 1964: «Αν η Τουρκία έρθει για να σώσει τους Τουρκοκύπριους, η Τουρκία δεν θα βρει Τουρκοκύπριο να σώσει». Προχώρησα προς τις πλάκες με τα ονόματα των νεκρών. Ανέβηκα πέντε σκαλιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως ήταν πέντε, γιατί ποτέ πριν δεν είχα ανεβεί σκαλιά με τόσο βαριά καρδιά. Όταν έκανα το πέμπτο βήμα, για την κορυφή, η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Ήταν αδύνατο να συγκρατήσω τους λυγμούς που κατέκλυσαν τα ποτάμια της ψυχής μου. Έκλαιγα από λύπη, από ντροπή, από θυμό, δεν θυμάμαι, μα θυμάμαι τον πόνο που διαπερνούσε το σώμα μου σαν θηρίο και με κατασπάραζε. Διάβασα τα ονόματα και τις ηλικίες τους, ένα προς ένα. Ήξερα όλα τα παιδιά, είχαμε συναντηθεί σε ατέλειωτους εφιάλτες. Ήταν το δικό τους κάλεσμα που με έφερε σ’ αυτήν τη δύσκολη θέση, να καταγράψω την τελευταία μέρα της ζωής τους.

Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο όνομα της Σελτέν. Ήταν μόλις δεκαέξι ημερών. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στην κόρη μου, τη Νεφέλη. Την έβλεπα το πρωί να ρουφά με πάθος τη ζωή από τη θηλή τής μητέρας της, όπως θα έκανε και η Σελτέν εκείνο το πρωινό. Αλήθεια, πώς μπόρεσαν να δολοφονήσουν ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα, βρέφη, άοπλους ηλικιωμένους αγρότες, και να τους έχει δοθεί  συγχωροχάρτι;

Τόνι Αγκαστινιώτης

10 Ιουλίου 2022

 

 

 

Ölüm yürüyüşü

Gerçek tarih ölülerin sessizliğinden yapılır

Etien Ray

 

Aşağıdaki metin, 2004 yılında “Kanın Sesi” belgeselinin çekimleri için toplu mezarlara yaptığım ilk ziyaretimi not ettiğim kitabımdan bir alıntıdır.

Katiller 1974’te, ölüm yürüyüşüne Peristeronopigi’den başladılar… Şimdi zihnimde cenaze alayını canlandırıyorum.  Onların gördükleri manzarayı görüyorum, yılın aynı zamanı… Her şey yerli yerinde… Muratağa’ya vardığımda yavaşladım, ancak durmadım. Katillerin düşüncelerinin izini sürmeye çalışıyorum... Şimdi hayatımın yolculuğunun, sonsuza dek onlarınki ile birleşeceğini hissederek, titriyorum. Artık onlar benim gölgeme, ben de onlarınkine katlanmak zorunda kalacağım… İnsan türüne ait olduğum için, kendi içime bakıp utançtan iğrendiğim an...

Katillerin zihnindeki karanlık çok yoğun… Deniyorum ama onların sinir sistemlerindeki sapkınlığı göremiyorum. Merak ediyorum: “Otobüstesin, elinde otomatik şarjör var, bebekleri, çocukları, anneleri, babaları, dedeleri, neneleri öldürmeye hazırsın... O an ne hissediyorsun? Vatanı daha yeni böldün ve durmaksızın planına devam ediyorsun... Hangi okul, hangi kilise, hangi peder seni bu kadar nefretle doldurdu?  Göster bana... Söylesene katil, tetiği tutan ellerin titriyor mu? Vicdanının soğuk teri bir an için bile olsa seni ürpertti mi, yoksa yalnızca bunu yapabildiğin için mi onları öldürdün?

Sessizlik... Koyu karanlığın içinde bir pişmanlık belirtisi göremiyorum. Cevabım yok... Doğu’ya, Sandallar’a kadar devam ettim... Katliamın kurbanlarının mezarlığını geçtim, biraz daha aşağıda, çamların arasında sessizlik içinde olan küçük okula rastladım… Köyün, yarısı yıkılmış olan tuğla evlerine ulaşana kadar devam ettim. Sandallar’da da durmadım. Atlılarda duran silahların rotasına tutundum. Sandallar gibi Atlılar’da da evlerin çoğunun yarısı yıkılmıştı ve köy sakinleri az sayıdaydı... Kentleşmeden değil, yok oluştan kaynaklanan bir ıssızlık hakimdi…

Hayal gücümle, yıkılan evleri yeniden inşa ettim, köyü insan ve çocuk sesleriyle doldurdum. Tarladan sürüyle dönen baba, hellim yapan anne, yaz aylarında tatillerini dedeleri ve neneleriyle geçirmek için gelen ve tarlalarda kaygısız koşan çocuklar…Mesarya ovasında bir Kıbrıs köyü…

Atlılar mezarlığına park edip kamerayı kurmanın zamanının geldiğine karar verdim. Solda, gri bir levha üzerinde, diğer şeylerin yanı sıra, Başpiskopos Makarios’un Ağustos 1964 tarihli ifadesinin yer aldığı bir yazıt var: “Eğer Türkiye Kıbrıslı Türkleri kurtarmak için gelmezse, Türkiye kurtaracak Kıbrıslı Türk bulmayacak.” Ölülerin isimlerinin yazılı olduğu levhalara doğru yürüdüm. Beş basamak çıktım. Beş basamak çıktığımı asla unutmayacağım, çünkü daha önce hiç bu kadar hızlı hızlı çarpan bir kalple merdiven çıkmamıştım. Beşinci adımı atıp zirveye çıktığımda, neredeyse kalbim duracaktı. Ruhumun nehirlerini dolduran hıçkırıklara hâkim olmam imkansızdı. Üzüntüden mi, utançtan mı, yoksa öfkeden mi ağlıyordum, hatırlamıyorum… Ancak vücudumu bir canavar gibi delip beni paramparça eden acıyı hatırlıyorum. İsimlerini ve yaşlarını tek tek okudum. Bütün çocukları tanıyordum, bitmeyen kabuslarda tanışmıştık. Beni bu zor duruma, hayatlarının son gününü kaydetmem için getiren kendi çağrılarıydı.

Gözüm Selden’in ismine takıldı. Henüz on altı günlüktü. Hemen aklıma kızım Nefeli geldi. Sabah onu, tıpkı Selden’in de o sabah yapacağı gibi, annesinin memesinden tutkuyla yaşam emerken hayal ettim. Gerçekten, savunmasız kadınları, çocukları, bebekleri, silahsız yaşlı köylüleri nasıl öldürüp, affedilebildiler?

Toni Agastiniotis

10 Temmuz 2022