marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

 

Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων (Μέρος A)*

 

Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν...

Γιώργος Σεφέρης

Μερικές μέρες μετά το άνοιγμα, αποφασίσαμε με τη σύζυγό μου να περάσουμε το οδόφραγμα, με την ελπίδα ότι το σπίτι που ζούσα στην Αμμόχωστο δεν θα ήταν μέσα στην περιφραγμένη πόλη. Ξεκινήσαμε χαράματα για το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας και μπήκαμε σε μια ουρά αυτοκινήτων, που έφτανε μερικά χιλιόμετρα μακριά. Μας βρήκε το απόγευμα, μέχρι να περάσουμε τον έλεγχο και να βγούμε στον αυτοκινητόδρομο για την Αμμόχωστο.

Η πεδιάδα της Μεσαορίας μού φάνηκε απέραντη, όσο και το απέραντο «γιατί», που παλινδρομούσε ανάμεσα στο μυαλό και στην καρδιά μου. Ήμουν σχεδόν οκτώ χρονών το 1974. Στον δρόμο διηγούμουν στη σύζυγό μου τις ατέλειωτες ανέμελες ώρες που περνούσαμε ως παιδιά στην παραλία της Χρυσής Ακτής, καθώς και τα βιώματα του πολέμου. Το πατρικό του παππού στην Αγία Ζώνη το είχαν γκρεμίσει οι γονείς μου, λίγο πριν τον πόλεμο, για να κτίσουν καινούργιο σπίτι, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα είναι περιφραγμένη ζώνη. Ο πόλεμος μάς βρήκε να ενοικιάζουμε σπίτι, κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και πολύ κοντά στην εντός των τειχών πόλη, που ήταν τότε τουρκοκυπριακός θύλακας. Παρότι το σπίτι δεν ήταν ιδιοκτησία της οικογένειάς μας, εκεί ήταν φυλαγμένες οι παιδικές μου αναμνήσεις.

Όταν τον Ιούλιο του 1974 άρχισαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, κλειδωθήκαμε στο μπάνιο με τον παππού, τη γιαγιά και τις αδελφές μου, καθώς το σπίτι σειόταν συθέμελα. Η μητέρα μου με τον μικρότερο αδελφό μου ήταν τότε στη Σκοτία, και ο πατέρας μου στο νοσοκομείο πάλευε να σώσει ζωές. Έτσι, μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, μας έβαλαν άρον άρον σε ένα ταξί με προορισμό τον Κάτω Δρυ, το χωριό της γιαγιάς, στην επαρχία Λάρνακας. Θα ήταν μόνο για λίγες μέρες, μας είπαν, και έτσι πήραμε μόνο λίγα ρούχα μαζί μας. Σιγά μη με άφηναν να πάρω και τη γάτα μου...

Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια, και το μόνο που αποδείκνυε την καταγωγή μού ήταν μια προσφυγική ταυτότητα και οι αναμνήσεις. Φτάσαμε, λοιπόν, στην Αμμόχωστο. Σαν μια πυξίδα, η ψυχή δεν έχασε ούτε στροφή, κι ας ήμουν οκτώ χρονών τότε κι ας είχαν περάσει είκοσι εννιά χρόνια. Αντικρίζω το Δημοτικό Σχολείο και την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Είμαστε μερικά μέτρα από το σπίτι, και τρέμω στο τιμόνι. Όχι, δεν τρέμω, σπαράζω στο κλάμα. Η Χριστιάνα μένει σιωπηλή. Ξέρει πως η στιγμή είναι ιερή. Πρέπει να τελεστεί το μυστήριο του ξεριζωμένου που απαντά τη γη του. Είναι η συμφιλίωση με την απώλεια, και η όποια παρηγοριά σε ένα τέτοιο τελετουργικό είναι ιεροσυλία.

Δυο γριούλες μάς άνοιξαν και με ευγένεια μάς προσκάλεσαν μέσα για καφεδάκι. Με ρώτησαν αν είμαι ο γιατρός. «Όχι, είμαι ο γιος του», είπα. Με οδήγησαν μέσα, στον διάδρομο, και στον τοίχο κρεμόταν η φωτογραφία του πατέρα μου από την αποφοίτησή του απ’ το Πανεπιστήμιο, και δίπλα το πτυχίο της ιατρικής. Είκοσι εννιά χρόνια εκεί, κρεμασμένες στον ίδιο τοίχο, με τα ίδια καρφιά, να περιμένουν σιωπηλές τον κάτοχό τους να τις μαζέψει. Οι καλές κυρίες μόλις αναγνώρισα τον πατέρα μου στη φωτογραφία, με ύφος φυσικό, ευγενικό, κατέβασαν τις κορνίζες, τις ξεσκόνισαν, τις περιτύλιξαν σε άσπρο χαρτί και μας τις παρέδωσαν.

Οι γριούλες ήταν από την Πάφο, τουρκοκύπριες πρόσφυγες, μάνα και κόρη, και όνειρό τους ήταν να επιστρέψουμε εμείς στο σπίτι μας και αυτές στο δικό τους. Είχαν κι αυτές τον πόθο της επιστροφής. Αφού ήπιαμε τον καφέ μας, μας φίλησαν σαν παιδιά τους, και αποχαιρετιστήκαμε. Κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά με το αυτοκίνητο. Αναγνώριζα ένα προς ένα τα σπίτια των φίλων μου και εξιστορούσα στη Χριστιάνα τις παιδικές μου αναμνήσεις. «Να, εδώ είναι το σπίτι του Στέφανου, ο πατέρας του ήταν αστυνομικός, ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα... Εκεί είναι το σπίτι του Γιώργου, με το μεγάλο υπόγειο, που παίζαμε βόλους... Να, σε εκείνη την αλάνα παίζαμε ποδόσφαιρο...». Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα στον χρόνο, και κάθε γωνιά ξυπνούσε μια ανάμνηση.

Τόνι Αγκαστινιώτης

14 Αυγούστου 2022

 

*Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Χρειάζονται χίλιες φωνές να πουν μια ιστορία»

 

 

 

Barikatların açılması (1. Bölüm)*

Toprağı sırtına alıp gidecek cırcır böcekleri yok

Yorgos Seferis

Barikatlar açıldıktan birkaç gün sonra, eşim ve ben Mağusa’da yaşadığım evin, şehrin kapalı bölgesi içinde olmamasını umarak barikattan geçmeye karar verdik. Gün ağarırken, Ledra Palas barikatına doğru yola çıktık ve birkaç kilometrelik bir araba kuyruğuna girdik. Kontrolü geçip Mağusa yoluna çıkana kadar öğle saatlerini geçmişti...

Mesarya ovası bana zihnimle kalbim arasında gidip gelen o uçsuz bucaksız “neden” sorusu kadar, uçsuz bucaksız görünüyordu. 1974’te aşağı yukarı sekiz yaşındaydım. Yolda eşime Altın Sahilde çocukken geçirdiğimiz sınırsız kaygısız saatleri ve savaşın yaşanmışlıklarını anlattım. Ailem, savaştan hemen önce, şimdi kapalı bölgede bulunan yeni bir ev inşa etmek için, baba tarafından dedesinin Aya Zoni’deki evini yıkmıştı. Savaş bizi, Mağusa Devlet Hastanesi yakınında ve o zamanlar Kıbrıs Türk yerleşim bölgesi olan şehrin surlar içine çok yakın bir evde kiradayken yakaladı. Ev, her ne kadar kendi malımız olmasa da, orası çocukluk anılarımın saklandığı yerdi.

Temmuz 1974’te hava bombardımanı başladığında, ev bir harabeye dönüşürken, dedem, nenem ve kardeşlerimle birlikte kendimizi banyoya kilitledik. Annem ve küçük erkek kardeşim o sırada İskoçya’daydı, babam da hastanede hayat kurtarmak için mücadele ediyordu. Ağustos ayının sıcak bir gününde, nenemin, Larnaka’ya bağlı köyü Kato Dri’ye gitmek üzere apar topar bir taksiye bindirildik. Sadece birkaç günlüğüne gideceğimizi söyledikleri için yanımıza çok az kıyafet aldık. Kedimi de almama izin vermediler...

Günler aylara, aylar yıllara dönüştü… Kökenimin tek kanıtı, göçmen kimliğim ve hatıralarımdı. Neyse… Eşimle Mağusa’ya vardık… O zaman sekiz yaşında olsam bile, aradan yirmi dokuz yıl geçmiş olsa bile, bir pusula gibi kalbim hiçbir virajı unutmadı. Karşımda Aya Ekaterini kilisesi ve İlkokul… Evden birkaç metre uzaktaydım ve direksiyonu tutarken titriyordum… Hayır, titremiyordum, gözyaşlarına boğuldum… Hristiana sessizliğini koruyordu… O anın kutsal olduğunun bilincinde… Topraklarına cevap veren yerlerinden edilmişlerin gizemi kutlanmalıdır. Bu, kayıpla uzlaşmadır ve böyle bir ritüeldeki teselli kutsala saygısızlıktır.

Kapıyı iki yaşlı kadın açtı ve kibarca bizi kahve içmeye davet ettiler. Bana “doktor sen misin?” dediler, “hayır” dedim, “ben oğluyum”… Beni içeriye, koridora götürdüler, duvarda babamın üniversiteden mezun olduğu bir fotoğrafı ve onun yanında da tıp diploması asılıydı. Yirmi dokuz yıl, aynı duvarda, aynı çivilerle asılı bir şekilde, sessizce sahiplerinin onları almasını bekliyorlardı… Fotoğraftaki babamı tanıdım, kadınlar doğal ve kibar bir tavırla çerçeveleri indirip tozlarını aldılar, beyaz kâğıda sardılar ve bize teslim ettiler. Kadınlar Baflı, Kıbrıslı Türk göçmen anne kız idiler. Hayalleri, bizim evimize dönmemiz, onların da kendi evlerine dönmeleri… Onlar da geri dönme arzusuna sahipti... Kahvelerimizi içtikten sonra bizi çocukları gibi öptüler ve vedalaştık… Arabayla mahallede bir tur attık. Arkadaşlarımın evlerini tek tek tanıdım ve Hristiana’ya çocukluk anılarımı anlattım. İşte bu Stefanos’un evi… Babası polisti… Benden büyüktü… Yorgos’un pirilli oynadığımız, büyük bodrumu olan bir evi vardı.  Bak burada futbol oynardık… Zaman içinde hiçbir şey değişmedi… Her köşesi bir anımı canlandırdı...

Toni Agastiniotis

14 Ağustos 2022

 

* “Bir Hikâye Anlatmak İçin Bin Ses Gerekir” kitabımdan alıntı