marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

 

Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων (Μέρος Β)*

 

Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο

ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;

Νεσιέ Γιασίν

Φεύγοντας, κάναμε τη διαδρομή παράλληλα στο συρματόπλεγμα, έχοντας στα αριστερά μας την περιφραγμένη πόλη και τα ερειπωμένα σπίτια. Εκεί καταγράψαμε την πιο ανατριχιαστική εμπειρία της ημέρας. Πάνω στους τοίχους υπήρχαν ακόμη τα αντιμακαριακά συνθήματα της ΕΟΚΑ Β΄: «Θάνατος στον Μούσκο και τα τσογλάνια του», «Ζήτω ο Διγενής», «Ζήτω η Ένωσις». Να ποιοι μας έφεραν τον τουρκικό στρατό, την προσφυγιά, τον ξεριζωμό, κι εμείς κατηγορούμε τη θάλασσα της Κερύνειας. Όχι, δεν μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας. Αυτοί που έγραψαν αυτά τα συνθήματα, μάς τους έφεραν. Ήταν δουλειά στημένη και έξωθεν και έσωθεν.

Στην επιστροφή, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αμμόχωστο, ένας μεγάλος φωτισμένος μιναρές μάς τράβηξε την προσοχή, και ελάττωσα ταχύτητα για να διαβάσουμε τις πινακίδες. Στην έξοδο δεξιά, στις πινακίδες αναγράφονταν τα χωριά Muratağa, Sandallar, Atlılar. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το σώμα μου και έφτασε μέχρι τις τρίχες της κεφαλής μου. Όντως, «η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν». Η Αμμόχωστος ήταν ακόμα εκεί, το ίδιο και η Μάραθα, το Σανδαλάρι και η Αλόα. Δεν τόλμησα να πάρω τη στροφή δεξιά, προς τους τόπους ενός μακελειού…

Από όλα τα εγκλήματα που είχα μελετήσει, σε αυτό έκανα διατριβή. Το έγκλημα που διέπραξε η ΕΟΚΑ Β΄ τον Αύγουστο του 1974 στα τρία αυτά τουρκοκυπριακά χωριά, ήταν το πιο τερατώδες έγκλημα του ελληνοκυπριακού εθνικισμού. Μάζεψαν όλα τα γυναικόπαιδα των τριών χωριών και τα εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Τα περισσότερα θύματα ήταν παιδιά. Σύντομα μετά το μακελειό, τα θύματα της Αλόας βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο πίσω από το χωριό, και κάτοικοι της Μάραθας και του Σανδαλάρι βρέθηκαν εκτελεσμένοι και μισοκαμένοι στον σκουπιδότοπο του χωριού. Για να είμαι ειλικρινής, δεν τολμούσα ποτέ όσες φορές περνούσα από κει, να πάρω τη στροφή προς αυτά τα χωριά, όσο κι αν το ήθελα. Δεν πίστευα πως θα βγαίναμε από κει ζωντανοί.

Συνεχίσαμε, λοιπόν, τη διαδρομή μας με κατεύθυνση προς την Κερύνεια. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας αιωρούνταν ο κίνδυνος να κλείσουν ξανά τα οδοφράγματα, και δεν θέλαμε να χάσουμε τη μοναδική ίσως ευκαιρία να επισκεφτούμε το πανέμορφο λιμανάκι της Κερύνειας. Η τελευταία φορά που επισκέφθηκα την Κερύνεια, ήταν τον Ιούνιο του 1974, ένα μήνα πριν τον πόλεμο. Είχαμε κάνει οικογενειακώς διακοπές μια εβδομάδα στο Μπελαπάις, και ο πατέρας μου μας γύρισε σε όλο το βόρειο τμήμα του νησιού. Ποιος να μας το ’λεγε τότε πως θα περνούσαν τριάντα χρόνια, μέχρι να ξαναπατήσουμε το πόδι μας στην Κερύνεια…

Φτάνοντας στο λιμανάκι της Κερύνειας μετά τη δύση του ήλιου, ήταν λες και βρεθήκαμε σε μια άλλη διάσταση του χρόνου… Σε μια Κύπρο όπως την ονειρευόμασταν, ενωμένη και αδελφωμένη. Εκατοντάδες Ελληνοκύπριοι κατέκλυσαν το γραφικό λιμανάκι, και δεν έβρισκες άδειο τραπεζάκι να καθίσεις για έναν καφέ. Επικρατούσε ένα κλίμα ευφορίας, αισιοδοξίας, και έβλεπες τον κόσμο που έσμιγε και προσπαθούσε να επικοινωνήσει, να συνεννοηθεί, να αφουγκραστεί τα κτυποκάρδια των άλλων. Ποιων «άλλων»; Δεν ξεχώριζες ποιοι ήταν Ελληνοκύπριοι και ποιοι Τουρκοκύπριοι, εκτός αν κρατούσαν καμιά κορνίζα με παλιές οικογενειακές φωτογραφίες και άλμπουμ αναμνήσεων. Μας τις είχαν φυλάξει οι «βάρβαροι» τις φωτογραφίες, ελπίζοντας πως θα ερχόταν η μέρα της επιστροφής, η μέρα της πραγματικής ένωσης των Κυπρίων με τους Κύπριους.

Για μια στιγμή, είχες την ψευδαίσθηση πως η πατρίδα δεν ήταν ελαττωμένη, προδομένη και κατακτημένη. Σαν να γιγαντώθηκαν οι ψυχές κι εφτασαν μέχρι το Κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα. Μα τι λέω! Μέχρι τ’ αστέρια γιγαντώθηκαν και νίκησαν τον φθόνο και τη μισαλλοδοξία που έσπειρε ο εθνικισμός, κι ένιωθες λες και ξαφνικά διαγράφτηκε η ιστορία… Μα οι τουρκικές σημαίες πάνω στα μικρά καΐκια και τα πανάκριβα γιότ, σε προσγείωναν. Δυστυχώς, ο δρόμος για τη λύση και την επανένωση δεν παζαρευόταν στο λιμανάκι της Κερύνειας και αποδείχθηκε μακρύτερος απ’ ό, τι όλοι ελπίζαμε τότε.

Τόνι Αγκαστινιώτης

21 Αυγούστου 2022

 

*Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Χρειάζονται χίλιες φωνές να πουν μια ιστορία»

 

 

 

Barikatların açılması (II. Bölüm)*

“Benim yurdum ikiye bölünmüş ortasından

Hangi yarısını sevmeli insan”

Neşe Yaşın

Ayrılırken, solumuzda kapalı şehir ve harabeye dönüşmüş evlerle, dikenli tellere paralel yol aldık... Orada günün en tüyler ürpertici deneyimimizi yaşadık. Duvarların üzerinde hala EOKA B’nin Makarios karşıtı sloganları vardı: “Musko’ya ve onun saçmalıklarına ölüm...”, “Yaşasın Digenis”, “Yaşasın Enosis”… Bize Türk ordusunu, göçmenliği, yerlerimizden edilmişliği getirdiler… Bizse Girne denizini suçluyoruz. Hayır, bize onları Girne denizi getirmedi. Bize onları bu sloganları yazanlar getirdi. Bu hem içeriden hem dışardan kurgulanan bir işti.

Dönüş yolunda, Mağusa’nın birkaç kilometre dışında, ışıklı büyük bir minare dikkatimizi çekti… Tabelaları okumak için yavaşladım. Sağdaki çıkışta, tabelalarda Muratağa, Sandallar, Atlılar köylerinin isimleri yazıyordu. Vücudumu bir ürperti sardı ve saç tellerime kadar ulaştı. Gerçekten de “dünyayı sırtlanacak cırcır böceği yoktur…” Mağusa hala oradaydı, aynı şekilde Muratağa, Sandallar ve Atlılar da… Sağa, katliamın yapıldığı yere doğru dönmeye cesaret edemedim…

Üzerinde çalıştığım tüm suçlar arasında, tezimi bunun üzerine yaptım. EOKA B’nin Ağustos 1974’te bu üç Kıbrıs Türk köyünde işlediği suç, Kıbrıs Rum milliyetçiliğinin işlemiş olduğu en korkunç suçtu. Üç köyün tüm kadınlarını ve çocuklarını toplayıp soğukkanlı bir şekilde infaz ettiler. Kurbanların çoğu çocuktu. Katliamdan kısa bir süre sonra, Atlılar’ın kurbanları köyün arkasındaki bir toplu mezarda bulundu, Muratağa ve Sandallar sakinleri, köyün çöplüğünde infaz edilmiş ve yarı yanmış halde bulundular. Dürüst olmam gerekirse, yakınlarından ne kadar geçersem geçeyim, çok istesem de bu köylere dönmeye hiçbir zaman cesaret edemedim. Oradan sağ çıkacağımıza inanmıyordum.

Girne’ye doğru yolumuza devam ettik. Barikatların tekrar kapanma tehlikesi vardı, ancak Girne’nin güzel limanını ziyaret etme fırsatını kaçırmak istemedik. Bu belki de tek fırsattı… Girne’yi en son 1974 yılının haziran ayında, savaştan bir ay önce ziyaret etmiştim. Ailece Bellapais’te bir hafta tatil yaptık ve babam bizi adanın tüm kuzey kesimini gezdirdi. O zaman Girne’ye yeniden ayak basana kadar, aradan otuz yıl geçeceğini kim bilebilirdi?

Gün batımından sonra Girne limanına vardığımızda, zamanın başka bir boyutunda gibiydik. Hayal ettiğimiz gibi, yeniden birleşmiş, kardeş kardeş yaşadığımız bir Kıbrıs’ta… Yüzlerce Kıbrıslı Rum muhteşem limana akın etmişti, oturup kahve içmek için masa bulmak mümkün değildi. Bir coşku, iyimserlik atmosferi vardı ve insanların birbirine yaklaştığını ve iletişim kurmaya çalıştığını, anlaştığını ve diğerlerinin kalp atışlarını dinlediğini görebiliyordunuz. Kimdi bu “diğerleri?” Ellerinde eski aile fotoğraflarının olduğu çerçeveler ve hatıra albümleri tutmuyorlarsa, kimin Kıbrıslı Rum kimin Kıbrıslı Türk olduğunu anlayamazdınız. “Barbarlar”, geri dönüş gününün, Kıbrıslıların Kıbrıslılarla gerçek “enosisinin” olacağı günün geleceğini umut ederek, fotoğrafları bizim için saklamışlardı.

Bir an için vatanın küçültülmediği, ihanete uğramadığı ve fethedilmediği yanılgısına kapılabilirdiniz… Sanki kalpler devleşip Saint Hilarion Kalesi’ne ulaştı… Ne diyorum ben! Yıldızlara kadar devleştiler ve milliyetçiliğin ektiği kin ve hasedi yendiler… Tarihi, bir anda silinmiş gibi hissettiniz... Ancak küçük teknelerdeki ve pahalı yatlardaki Türk bayrakları ayaklarımızı yere bastırdı. Ne yazık ki, çözüm ve yeniden birleşmeye giden yol, Girne’nin küçük limanında pazarlık edilmiyordu ve bu yolun, o zamanlar hepimizin umduğundan daha uzun olduğu ortaya çıktı.

Toni Agastiniotis

21 Ağustos 2022

 

* “Bir Hikâye Anlatmak İçin Bin Ses Gerekir” kitabımdan alıntı