marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μύθοι και πραγματικότητες

του Σωτήρη Βλάχου

Όσα σήμερα γιορτάζονται στις επετείους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, είναι προσαρμοσμένα έτσι ώστε να εξυπηρετούν ιδεολογικά κατασκευάσματα και ταξικά συμφέροντα των αρχόντων της κοινωνίας.

Η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, ένα μήνα πριν τον επίσημο σημερινό εορτασμό της, στην Μολδαβία και Βλαχία – σημερινή Ρουμανία – οι οποίες ήταν ημιαυτόνομες από την Υψηλή Πύλη, το Κέντρο διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί κηρύχθηκε η Ελληνική Επανάσταση από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη και εκεί γνώρισε τη συντριβή το καλοκαίρι και φθινόπωρο του ίδιου χρόνου.

Τίποτε από τα πιο πάνω δεν αναφέρεται εκτός ως παρωνυχίδες και αυτές σε πολύ περιορισμένο αριθμό ιστορικών αναφορών. Αλλά και στις περιοχές που αποτέλεσαν τα πρώτα εδάφη του κράτους που έστησε η Επανάσταση, αυτή δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου αλλά προηγουμένως. Στην Καλαμάτα για παράδειγμα ξεκίνησε στις 23 Μαρτίου.

Η 25η Μαρτίου καταχωρήθηκε επίσημα ως η μέρα που ξεκίνησε η Επανάσταση το 1838 – 17 χρόνια μετά το ξεκίνημά της. Ήταν τότε που ο βασιλιάς Όθωνας με διάταγμα καθόριζε την 25η Μαρτίου ως ημερομηνία του ξεσπάσματός της, ώστε να συμπίπτει με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού της Παναγίας.

Πολλοί αναλυτές, μεταξύ και αυτών ο Γιάννης Μηλιός, παραθέτουν στοιχεία τα οποία αναφέρουν ότι στις 25 Μαρτίου κανένας δεν βρισκόταν στην Αγία Λαύρα. Στον τόπο δηλαδή που όλοι μάθαμε από τα σχολικά εγχειρίδια και τα επίσημα συγγράμματα, ότι ήταν ο τόπος που ξεκίνησε η Επανάσταση. Στις 25 Μαρτίου είχε ήδη καταληφθεί η Καλαμάτα και τα Καλάβρυτα και πολιορκείτο η Πάτρα.

Η τοποθέτηση της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου ήταν τεράστιας σημασίας για την εξουσία που τελικά ανέδειξε η Επανάσταση. Έπρεπε να δοθεί θρησκευτική χροιά.  Έπρεπε η θρησκεία που αποτελεί μοχλό χειραγώγησης και ελέγχου των ανθρώπων να συνδεθεί με την Επανάσταση. Το ότι το Πατριαρχείο και ο ίδιος ο Γρηγόριος ο Ε΄ αφόρισαν τους επαναστάτες και την Επανάσταση, εκθειάζοντας την Οθωμανική διοίκηση έπρεπε να θαφτούν.

Το άλλο ζήτημα που προκύπτει είναι το πόσο Ελληνική ήταν η Επανάσταση που ξεκίνησε στην Μολδαβία και τη Βλαχία, περιοχές της σημερινής Ρουμανίας.  Σε μια από τις τρείς προκηρύξεις που κυκλοφόρησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στη Μολδαβία στις 24 Φεβρουαρίου του 1821 αναφέρεται:

«Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησιά του Αρχιπελάγους… η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα δια να αποτινάξει τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων».

Η Επανάσταση ήταν μια βαθιά ταξική πράξη, παιδί της Γαλλικής Επανάστασης που ξεκίνησε το 1789 και μέχρι το 1815, λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα της Ελληνικής, είχε αλλάξει την Ευρωπαϊκή ήπειρο με τρόπο που κανένα άλλο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία δεν κατάφερε.

Ήταν και οι δύο κοινωνικές επαναστάσεις. Ήταν επαναστάσεις με ηγέτιδα δύναμη την ανερχόμενη αστική τάξη που τράβηξε μαζί της όλα τα καταπιεσμένα στρώματα και είχε ως στόχο την συντριβή των φεουδαρχικών δομών της κοινωνίας.  Η μόνη διαφορά ήταν ότι στη Γαλλία η φεουδαρχία ήταν Γαλλική ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν Οθωμανική. Κι εύκολα παρουσιάζεται ως απλός απελευθερωτικός  αγώνας ενάντια στον κατακτητή.

Το γεγονός ότι προύχοντες και γενικά ευνοούμενοι κάτω από το Οθωμανικό καθεστώς, όπως και η Εκκλησία, συντάχθηκαν με το Οθωμανικό καθεστώς ενάντια στην Επανάσταση, είναι ακόμα μια ένδειξη του ταξικού χαρακτήρα της.

Η παραχάραξη της ουσίας της Επανάστασης γίνεται απροκάλυπτα για να εξυπηρετήσει τη σημερινή άρχουσα τάξη. Πρέπει να παρουσιάζεται ως γεγονός που ήταν επίτευγμα των Ελλήνων γενικά, ενάντια στου ξένους γενικά, ανεξάρτητα από τάξεις. Για  να συνηγορεί υπέρ της τόσο σημαντικής για τους καπιταλιστές «εθνικής ενότητας», ειδικά σε εποχές που οι ίδιοι οι καπιταλιστές τσακίζουν την υπόλοιπη κοινωνία με την επίθεσή τους ενάντια στις ζωές των ανθρώπων.

Στις στιγμές που οι καπιταλιστές δημιουργούν τις συνθήκες για επαναστάσεις, η εθνική ενότητα είναι το κύριο ιδεολογικό τους όπλο. Σε αυτή τους την προσπάθεια εκτός από την παραχάραξη των ιστορικών δεδομένων, χρησιμοποιούν και όσα έγραψαν και είπαν οι πρωταγωνιστές της.

Κανένας όμως από αυτούς δεν μπορούσε να έχει γνώση τον νόμων που διέπουν την ιστορία, όπως αυτοί αναδείχθηκαν από την μαρξιστική κοσμοθεωρία.  Κανένας δεν μπορούσε να αντιληφθεί την πραγματική ουσία της Επανάστασης και τους όρους πάνω στους οποίους στήθηκε.  Η κοινή αντίληψη ήταν ότι το 1821- ή λίγο νωρίτερα-  η ιστορία γέννησε τους ηγέτες που δεν είχε γεννήσει προηγουμένως.

Έτσι μέσα στην αναγκαστικά περιορισμένη αντίληψη των ιστορικών δεδομένων, ο καθένας έκρινε μέσα από την δική του «ιδεολογική» τοποθέτηση και τα δικά του προσωπικά ή ταξικά συμφέροντα.  Δεν μπορεί η Ελληνική Επανάσταση να τύχει αξιολόγησης ούτε μόνο, ούτε κύρια  από όσα έγραψαν ή είπαν οι πρωταγωνιστές της.  Η Επανάσταση μπορεί να αξιολογηθεί στην βάση των θεσμών που δημιούργησε. Αυτοί την καθορίζουν. ‘Όπως και οι όροι που την έκαναν αναπόφευκτη. 

Η ιδεολογία της Επανάστασης, ο εθνικισμός, η υιοθέτηση της ιδέας της κοινής εθνικής καταγωγής και εθνικών οραμάτων, στήθηκαν πάνω στην οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη κύρια στη Νότια Ελλάδα και νησιά.

Οι σχέσεις συλλογικής κατοχής της γης που ήταν η βάση του Οθωμανικού /Φεουδαρχικού καθεστώτος (τα έσοδα του καθεστώτος, η οικονομική του ισχύς προερχόταν από διάφορους φόρους στους αγρότες) μετατρέπονταν σε σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας.  Οι καλλιεργητές «υποδουλώνονταν» όλο και περισσότερο στο εμπορικό κεφάλαιο σε μια εποχή που ο ρόλος του ήταν αναντικατάστατος:  σύνδεε της  τοπικές κοινότητες σε μεγάλη καπιταλιστική αγορά.

Η αποσύνθεση των μεσαιωνικών κοινωνικών σχέσεων ξεκίνησε από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα (1750). Για τις περιοχές όπου τελικά η Επανάστασή εδραιώθηκε, αυτό σήμαινε μια ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική και, συνεπώς, πολιτική αυτονομία από την κεντρική /Οθωμανική εξουσία

Οι Φεουδαρχικές σχέσεις μετατρέπονταν πια σε μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη της ζωής. Έπρεπε να ανατραπούν.  Με την υπόσχεση ενός κράτους με σύνταγμα που θα εμπέδωνε την ισότητα, η Επανάστασή βρήκε στήριξη στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σε αυτά τα στρώματα η Επανάσταση δεν έκανε κανένα εθνικό διαχωρισμό. Τουλάχιστον όχι από τον πρώτο που την κήρυξε, τον Ρήγα Φεραίο. Που καλούσε για Επανάσταση με τα πιο κάτω απίστευτα:

«Ο λαός απόγονος των Ελλήνων οπού κατοικεί στην Ρούμελην, την μικράν Ασίαν, τας μεσογείους νήσους, την Βαχομπογδανίαν, και όλοι όσου στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού… Χριστιανοί και Τούρκοι» (Από το τελικό κείμενο του «Συντάγματος» του Ρήγα Φεραίου).

Και συνεχίζει:

«Η Ελληνική δημοκρατία είναι μία, με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας…

«Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι, και κάθε άλλον είδος γενεάς».

Η Επανάσταση και οι στόχοι της ήταν γέννημα οικονομικών δυνατοτήτων που δημιουργήθηκαν τότε, τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Τα περί προαιώνιων πόθων και ελληνικών οραμάτων που για αιώνες υπήρξαν, είναι ψεύτικοι ισχυρισμοί που δεν στηρίζονται πάνω σε κανένα ιστορικό στοιχείο. Όπως και η υποτιθέμενη διαχρονική αντίσταση των κλεφτών που πάντα πολέμησαν τους Οθωμανούς με όνειρο και στόχο τη δημιουργία ελεύθερης Ελλάδας.

«Τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν για τη δράση των κλεφτών τον 18ο αιώνα αναφέρονται μόνο σε πράξεις ληστείας και είναι γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς πως δεν είχαν συνείδηση ότι αγωνίζονται για την ελευθερία του συνόλου»

Υπήρχαν και οι αρματολοί, ένοπλες ομάδες τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι οθωμανικές αρχές για την τήρηση της τάξης σε μια περιοχή.

Και οι δυο πιο πάνω ομάδες κινούνταν από τη «νομιμότητα» στην παρανομία, από τη θέση του αρματολού στη θέση του κλέφτη,  ανάλογα με το πώς αξιολογούσαν ότι τους σύμφερε.

Σε καμιά εξέγερση που προηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης δεν υπάρχουν στόχοι και διακηρύξεις ενάντια στην φεουδαρχική δομή και υπέρ ελληνικού κράτους, παρά μόνο επί μέρους αιτήματα για παραμερισμό κάποιου τοπικού άρχοντα ή για περεταίρω δικαιώματα μέσα στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Σε καμιά εξέγερση που προηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης δεν υπάρχουν ούτε ως δείγμα αιτήματα του διαφωτισμού όπως η ισότητα και το συνταγματικό κράτος που είναι αιτήματα της καπιταλιστικής επανάστασης.

Αυτά όλα τεκμηριώνονται από πολλές πηγές, μεταξύ αυτών και το βιβλίο του Γιάννη Μηλιού, «1821, Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα».

Η Επανάσταση συμπαράταξε ενάντια στη φεουδαρχία όλες τις άλλες τάξεις. Μεταξύ όμως αυτών των τάξεων υπήρχαν σαφή ανταγωνιστικά συμφέροντα που έκαναν αδύνατο να συνυπάρξουν χωρίς συνεχείς προστριβές.  Αυτά τα ανταγωνιστικά, ασυμφιλίωτα συμφέροντα φάνηκαν ήδη από τα πρώτα νικηφόρα (1821 – 1824) χρόνια της Επανάστασης, που ενώ θεσπίστηκαν οι συνταγματικοί /δημοκρατικοί θεσμοί του πιο ριζοσπαστικού κράτους στην Ευρώπη, όπως ισχυρίζεται ο Γιάννης Μηλιός, όλα έγιναν μέσα στη δύνη εμφυλίων πολέμων.

Με την αποβίβαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο το 1925, ξεκινά η αναχαίτηση της Επανάστασης που διασώζεται από την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων με τη Ναυμαχία του Ναβαρίνο το 1927. Διασώζεται η Επανάσταση αλλά σηματοδοτείται το τέλος του συνταγματισμού και η αντικατάσταση του από τη δικτατορία του Καποδίστρια και τελικά από την απόλυτα μοναρχία του Βασιλιά Όθωνα.

Όταν η αναδυόμενη αστική τάξη βρέθηκε στην εξουσία, οι πρώην σύμμαχοι όχι μόνο δεν χρειάζονταν πια, αλλά έπρεπε να κατασταλούν. Και μαζί τους κάθε δημοκρατική κατάκτηση και διεκδίκηση που έβαζε εμπόδια στη λειτουργία του νέου κράτους.

Την ίδια ώρα οι Ρουμάνοι, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι που στις διακηρύξεις του Ρήγα Φεραίου ήταν αδέλφια και αποτελούσαν μέρος της Επανάστασης, έγιναν στόχος αιματηρών πολέμων και της επεκτατικής πολιτικής της  καπιταλιστικής Ελλάδας, που τερματίστηκε ως πολιτική με την Μικρασιατική καταστροφή ένα αιώνα μετά.

Όλες οι πιο πάνω αναφορές γίνονται ως ελάχιστη συμβολή στη ανάδειξη πολύ μικρού μέρους από αυτό που ήταν η Ελληνική Επανάσταση. 

Σωτήρης Βλάχος

6 Απριλίου 2024