marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

ΧΕΡΣΑΙΟ ΝΗΣΙ

Ομιλία Θέμου Δημητρίου στην παρουσίαση του βιβλίου στη Πάφο

Ιστορία

Η κοινή αντίληψη για την Ιστορία είναι απλή:  η περιγραφή των γεγονότων και η ανάλυσή-τους με όρους που δικαιολογούν την αλληλουχία-τους.  Αυτή η απλοϊκή αντίληψη έχει αμφισβητηθεί αποτελεσματικά στους χώρους των «ειδικών», που έχουν καλύτερη κατανόηση των δυσκολίων που υπάρχουν για κάτι τέτοιο.  Στον κόσμο λοιπόν των «ειδικών» κάθε βιβλίο έχει τη δική-του αντικειμενική προσφορά που εμπλουτίζει την ιστορική γνώση.  Σ’ αυτό τον κόσμο ο αναγνώστης δεν είναι παθητικός δέκτης των πληροφοριών, αντιμετωπίζει το βιβλίο κριτικά και μπορεί να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο, την πληροφορία από το σχόλιο, την ανάλυση από την πολιτική καθοδήγηση.

Ωστόσο, η Ιστορία δεν γράφεται στον κόσμο των «ειδικών».  Για να θυμηθούμε το απόφθεγμα του Ναπολέοντα, «Ιστορία είναι εκείνη η εκδοχή των παρελθοντικών γεγονότων που οι άνθρωποι αποφάσισαν να συμφωνήσουν».  Εδώ οι «ειδικοί» έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν, αλλά δεν είναι ούτε οι μόνοι ούτε και είναι οι ίδιοι ανεπηρέαστοι παρατηρητές και καταγραφείς της ιστορίας.  Κάθε ιστορική καταγραφή είναι στρατευμένη στην υπηρεσία των στόχων του συγγραφέα, στην ιδεολογική-του προσέγγιση και στοχοθέτηση.

Να το ξεκαθαρίσω λίγο αυτό.  Η ιστορία χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα για τους σκοπούς της δημιουργίας των Εθνών.  Ξέρουμε τη φράση του Ντ’ Αζέλιο «Φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να φτιάξουμε τους Ιταλούς».  Ασφαλώς, η Ιστορία μπήκε στην υπηρεσία αυτού του πρότζεκτ.  Αν και στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιήθηκε η αντίστοιχη φράση, η Ιστορία μπήκε στην υπηρεσία της δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και βάθος.

Δεν σημαίνει πως τέτοια χρήση είναι ανεπίτρεπτη.  Μπορεί να δημιουργεί στρεβλώσεις στην αντίληψη των «παρελθοντικών γεγονότων», όσο όμως δεν καταφεύγει σε συνειδητή δημιουργία ψεύτικων παραμυθιών με στόχο την εξυπηρέτηση της επιβολής συγκεκριμένων συμφερόντων, μπορεί να είναι χρήσιμη για την ευημερία των ανθρώπων και τη σταθερότητα της κοινωνίας.

Αρχεία

Πώς αποφεύγουμε τα παραμύθια;  Η απάντηση των «ειδικών» είναι η τεκμηρίωση με προσφυγή στο αρχειακό υλικό.  Στην Κύπρο αυτό χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα, κύρια από ιστορικούς και δημοσιογράφους της δεξιάς, για να προσφέρει «τεκμηρίωση» στο κυρίαρχο αφήγημα για την ελληνικότητα της Κύπρου και τον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα.  Η αναφορά στα αρχεία είναι κάποτε επιλεκτική, ωστόσο όχι πάντα.  Μπορούν όμως  τα αρχεία να μας δώσουν την απαραίτητη τεκμηρίωση για την ιστορική αλήθεια;

Ένα παράδειγμα για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η τεκμηρίωση με βάση τα αρχεία έζησα σε μια παρουσίασή-μου για την ΕΟΚΑ.  Στις 25 Ιανουαρίου 1955 οι Άγγλοι συνέλαβαν το πλοιάριο Αγ. Γεώργιος και τον Σωκράτη Λοϊζίδη που μετέφεραν όπλα για την επικείμενη δράση ενάντια στους Άγγλους.  Στην κατοχή του Σωκράτη Λοϊζίδη βρέθηκε προκήρυξη για δημιουργία ένοπλης οργάνωσης για επαναστατική δράση.  Το έγγραφο καλούσε τον Κυπριακό λαό και ιδιαίτερα την Αριστερά, να μην πάρει μέρος στην επαναστατική δράση, κάτι που θα έκαμναν μόνο τα μέλη της οργάνωσης.  Παρουσίασα το έγγραφο σαν απόδειξη ότι η ίδια η ΕΟΚΑ δεν ήθελε τη συμμετοχή της Αριστεράς στον αγώνα ενάντια στους Άγγλους.

Στο ακροατήριο βρισκόταν και ο Ανδρέας Αζίνας που παρακολουθούσε την παρουσίασή-μου και ζήτησε το λόγο στη διάρκεια της συζήτησης.  Η απάντησή-του στο ζήτημα που έθετα ήταν απλή: το έγγραφο ήταν μόνο ένα προσχέδιο, που ποτέ δεν εγκρίθηκε σαν πολιτική της ΕΟΚΑ.  Εξακολουθώ να θεωρώ ότι το έγγραφο είναι αποκαλυπτικό για τη σκέψη και τη στάση των ηγετών της ΕΟΚΑ – τόσο η προγενέστερη δράση του Γρίβα στην οργάνωση Χ όσο και η δράση της ΕΟΚΑ συνηγορούν για την νοοτροπία της οργάνωσης που περιγράφεται τόσο συγκεκριμένα στο έγγραφο.  Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει, το έγγραφο δεν αποτελεί από μόνο-του ικανοποιητική τεκμηρίωση για τις προθέσεις της ηγεσίας της ΕΟΚΑ.

Το βιβλίο του Αντώνη Χατζηκυριάκου στηρίζεται σε εκτεταμένη έρευνα στα Οθωμανικά αρχεία και όχι μόνο.  Είναι σημαντικό ωστόσο πως δεν παρασύρεται από τη δυναστεία του αρχειακού υλικού, που αντιμετωπίζει κριτικά:

Η γενική εντύπωση που δίνουν η τουρκική και η τουρκοκυπριακή ιστοριογραφία είναι ότι παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια περιγραφική αναπαραγωγή των οθωμανικών τεκμηρίων, με περιορισμένους αναλυτικούς ορίζοντες, οι οποίοι καθορίζονται από την κρατικοκεντρική οπτική που επιβάλλει η κυριολεκτική ανάγνωση των πηγών.[1]

Εντοπίζει επίσης πως «η σκιά του ελληνοτουρκικού εθνικού ανταγωνισμού στην Κύπρο παραμένει βαρεία» χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν σημεία σύγκλισης, όπως το στερεότυπο της γεωστρατηγικής θέσης της Κύπρου.  Και προχωρεί:

Ένα άλλο σημείο στο οποίο οι δυο εθνικές ιστοριογραφίες συμφωνούν, είναι η επικέντρωση στον ρόλο της Εκκλησίας.  Και πάλι, κοινό πρόβλημα είναι η κυριολεκτική ανάγνωση των πηγών που σκοπό έχουν να προβάλουν την εικόνα της Εκκλησίας ως αδιαμφισβήτητου θεσμού και η αναπαραγωγή του επίσημου λόγου είτε από ελληνικές, είτε από οθωμανικές πηγές πολιτικού κυρίως χαρακτήρα.  Με άλλα λόγια, αν ο επίσημος λόγος είχε σκοπό να επικυρώσει την παντοδυναμία της Εκκλησίας ως θεσμού εξουσίας, αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να αποδεχόμαστε τοις μετρητοίς τέτοια προβολή ισχύος.  Απαραίτητη είναι η κριτική ανάγνωση των ιστορικών τεκμηρίων.[2]

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός που άφησε ένα τεράστιο όγκο αρχειακού υλικού.  Το Οθωμανικό Αρχείο που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη αποτελείται από 95 εκατομμύρια έγγραφα και 400 χιλιάδες κατάστιχα.[3]

Πέρα από το Οθωμανικό υλικό, ο συγγραφέας χρησιμοποίησε πηγές στα ελληνικά ή έγγραφα από τα ευρωπαϊκά προξενεία και ασφαλώς εκτεταμένη σχετική βιβλιογραφία.  Αυτό το υλικό χρησιμοποιείται προσεκτικά και με κριτική αξιολόγηση της σημασίας-του, χωρίς να το αφήνει να καταδυναστεύει και να στρεβλώνει τις ερμηνείες του συγγραφέα.  Ερμηνείες που ανταποκρίνονται στο αφήγημά-του και την ανάγνωση των πηγών-του.

Γεωγραφία

Η παρουσίαση της Ιστορίας σαν αποτέλεσμα μεγάλων ανδρών και μεγάλων γεγονότων έπαψε να είναι η  μόνη αντίληψη της πορείας της ανθρωπότητας. Τόσο ο Χέγκελ όσο και ο Μαρξ είχαν καταλυτική επίδραση στον τρόπο κατανόησης της Ιστορίας.  Οι άνθρωποι γράφουν την ιστορία-τους αλλά όχι άμεσα, όχι όπως θέλουν.  Δρουν μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, η θέλησή-τους και η δράση-τους καθορίζεται από αυτό σε μεγάλο βαθμό.  Αυτή η προσέγγιση σπρώχτηκε στα άκρα, πολλές φορές στην πλήρη άρνηση της σημασίας της ανθρώπινης σκέψης στην ιστορική εξέλιξη: όλα εξαρτούνται από τις συνθήκες της εποχής.

Παράλληλα με τους περιορισμούς που επιβάλλει η κάθε χρονική συγκυρία, περιορισμούς επιβάλλει και το χωρικό περιβάλλον.  Η γεωγραφία θεωρήθηκε το ίδιο δυναστική όσο και η χρονική συγκυρία για την εξέλιξη της ιστορίας.  Και πάλι, η ανθρώπινη δράση σπρώχτηκε στο περιθώριο, αντιμετωπίστηκε σαν δέσμια του περιβάλλοντος.  Πρέπει να σημειώσουμε την υπενθύμιση του βιβλίου ότι

…στη μακρά διάρκεια της Σχολής των Αννάλ (Annales), και αντίθετα απ’ ότι καταλογίζεται στον Μπρωντέλ, ο άνθρωπος δεν είναι απλώς έρμαιο της φύσης: το περιβάλλον θέτει κάποια όρια τα οποία κυμαίνονται ανάλογα με τον βαθμό τεχνολογικής εξέλιξης, εντός των οποίων ο άνθρωπος έχει και τα ανάλογα περιθώρια αυτενέργειας.[4]

Το βιβλίο ακολουθεί αυτή την προσέγγιση και την επεξεργάζεται στα πλαίσια της προσέγγισής-του για την Κύπρο και τη σύνδεσή-της με την περιοχή-της, την Μεσόγειο.  Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι ένα πιασάρικο οξύμωρο σχήμα.  Διαβάζοντας το βιβλίο συνειδητοποιεί κανείς πως είναι περισσότερο άρνηση εγκλωβισμού σε ορισμούς και κατηγορίες παρά πρόταση για ένα ορισμό μιας νέας άκαμπτης κατηγορίας που θα ερμηνεύσει τα πάντα.

Μέρος της αδυναμίας της γεωγραφίας να ερμηνεύσει τα ιστορικά φαινόμενα είναι η πολυπλοκότητά-της.  Αν τα 64 τετράγωνα της σκακιέρας και οι αυστηροί κανόνες κίνησης των 32 κομματιών του σακακιού μπορούν να δώσουν σχεδόν άπειρους συνδυασμούς, η γεωγραφία που προσφέρει πολλαπλάσια γεωμετρικά σχήματα και οι απεριόριστες συμπεριφορές ατόμων κάμνουν την προσομοίωση των κοινωνιών πολύ πιο πολύπλοκη.  Είναι εύκολο, εκ των υστέρων, να ερμηνεύσουμε μια ιστορική πορεία με όρους ευνοϊκών αντικειμενικών συνθηκών.  Είναι όμως αυταπάτη να δούμε αυτή την πορεία σαν το νομοτελειακό αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών.

Όχι τυχαία, το βιβλίο αναφέρει τον Λυσιέν Φεβρ που

…συμπύκνωσε πριν από έναν αιώνα με μεγάλη επιδεξιότητα την πολύσημη φύση των γεωγραφικών κατηγοριών σε τέσσερεις λέξεις: «οι διακυμάνσεις των δυνατοτήτων», εννοώντας ότι η γεωγραφία δεν περιορίζει με κάποιο μονοσήμαντο τρόπο την ανθρώπινη αυτενέργεια αλλά δημιουργεί ένα ευρύ πλαίσιο πιθανοτήτων.[5]

Η περιγραφή της ιστορικής πορείας μιας κοινωνίας μοιάζει περισσότερο με πόκερ παρά με σκάκι.  Η αλληλεπίδραση ενός μεγάλου αριθμού μικρών συνθετικών μονάδων σε πολλά επεισόδια που αποτελούν ένα πλέγμα δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να ερμηνευτεί μονοσήμαντα.  Ωστόσο, το συνολικό αποτέλεσμα, η έκβαση αυτών των αλληλεπιδράσεων, περιορίζεται από τη λειτουργία του συνόλου σε βαθμό που μπορεί να παρερμηνευτεί σαν αναπόφευκτη νομοτέλεια.

Για να κάμουμε ακόμα πιο χαοτική την περιγραφή της ιστορίας, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η γεωγραφία είναι κάθε άλλο παρά στατική έννοια.

Οι γεωγραφικές κατηγορίες δεν είναι ούτε προφανείς ούτε αυτονόητες.  Έχουν πολλαπλά, κυμαινόμενα και μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στον χρόνο και στο εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο.  Είναι φορτισμένες από θεωρητικές παραδοχές, αξιολογικές κρίσεις, επιστημολογικές προτεραιότητες και πολιτικές ατζέντες. Δεν είναι, όμως, αυτές το πρόβλημα.  Το πρόβλημα είναι να αφήνουμε αυτές τις παραδοχές, κρίσεις, προτεραιότητες και ατζέντες εκτός της κριτικής αξιολόγησης.  Όπως τόσα άλλα  στην ιστορική έρευνα, οι γεωγραφικές κατηγορίες που χρησιμοποιούμε δεν είναι δεδομένες.[6]

Ακόμα, δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η γεωγραφία μεταβάλλεται από την επίδραση του ανθρώπου.  Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι δεδομένος:

…ο άνθρωπος αποτελεί μέρος της φύσης και όχι κάτι εξωτερικό σε σχέση με αυτήν.  Αυτό είναι κάτι που αγνοείται από τις νεωτεριστικές και μεταμοντέρνες θεωρήσεις, αμφότερες οι οποίες υπερτονίζουν τη δυνατότητα του ανθρώπου να υπερβεί και να ελέγξει το φυσικό περιβάλλον με το οποίο εντέλει, σύμφωνα με αυτές τις προσεγγίσεις, έχει μια ανταγωνιστική σχέση.

Μεθοδολογία

Παρατηρείται τελευταία μια πληθώρα εκδόσεων σε διάφορους κλάδους που δείχνουν μια φρέσκα διάθεση προσέγγισης της ιστορίας.  Η εξάντληση των δυνατοτήτων μιας αποστεωμένης ιστορικής αφήγησης οδηγεί σε αναζητήσεις ιστορικών ερμηνειών μέσα από αφηγήσεις συγκεκριμένων περιπτώσεων, γεγονότων ή βιογραφιών, πραγματικών ή μυθοπλαστικών, που προσπαθούν να αποτελέσουν ψηφίδες περιγραφής και ερμηνείας της ιστορικής πορείας.  Παράλληλα, συνεχίζει να παρατηρείται και η παραγωγή πιο συμβατικών ιστοριογραφιών, πολλές από τις οποίες περιέχουν μια έντονη φόρτιση κριτικής σε εμβληματικές μορφές της Κυπριακής (και της Ελληνικής) ιστορίας, ένα φαινόμενο που αποτελεί αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απογοήτευσης και της απελπισίας για τα αποτελέσματα της Κυπριακής πολιτικής σκηνής.

Το βιβλίο του Αντώνη Χατζηκυριάκου δεν ανήκει σ’ αυτές τις κατηγορίες.  Διαβάζοντάς-το ωστόσο, αισθάνεται κανείς ότι είναι αποτέλεσμα της ίδιας «περιρρέουσας ατμόσφαιρας» των αδιεξόδων και των ψεύτικων εξιστορήσεων και ερμηνειών.  Ο συγγραφέας αποστασιοποιείται από την άμεση εμπλοκή στην καθημερινότητα των τετριμμένων συγκρούσεων και προσπαθεί να ψάξει για τα ελλείμματα στο Κυπριακό ιστορικό αφήγημα της νεότερης περιόδου.  Η εστίασή-του στην Οθωμανική Εποχή των Επαναστάσεων δεν είναι τυχαία.  Αποτελεί αμφισβήτηση της άκριτης μεταφοράς του αφηγήματος του Δυτικού Διαφωτισμού στην Κύπρο, μια αμφισβήτηση που μέχρι σήμερα αποτελούσε μονοπώλιο μιας αντιδραστικής, εθνικιστικής διανόησης που αντιπαρέβαλλε τον Δυτικό Πολιτισμό με την Ελληνική Ορθοδοξία.

Το βιβλίο ξεκινά ουσιαστικά την αναζήτησή-του με μια «χωρική στροφή» σε μια προσπάθεια ψηλάφησης της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του συμβολικού και του υλικού:

Η χωρική ιστορία εξελίχθηκε υιοθετώντας τις μεθοδολογίες που στηρίζονται στα ποσοτικά δεδομένα με επεξεργασία των ΣΓΠ [Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών, άλλως GIS -  σημείωση δική-μου] και της ψηφιακής χαρτογραφίας, ενώ, ταυτόχρονα, διατηρεί τις επιφυλάξεις-της απέναντι στον θετικισμό που ενυπάρχει στα «σκληρά» δεδομένα της οικονομικής, της κοινωνικής, της περιβαλλοντικής ή της κλιματικής ιστορίας.[7]

Τα συστήματα GIS αποτελούν ένα από τα πιο δυνατά εργαλεία στο οπλοστάσιο της επιστημονικής ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων με γεωγραφική σχέση.  Για κάποιο που είναι εξοικειωμένος με το GIS η παρουσίαση των στοιχείων από το βιβλίο δείχνει τον σημαντικό ρόλο-τους στη διαμόρφωση της καθημερινότητας της Κυπριακής κοινωνίας.  Υποψιάζομαι ωστόσο πως για τον απλό αναγνώστη, αυτόν δηλαδή που το GIS είναι πέρα από τις τεχνικές-του γνώσεις, οι χάρτες που παρουσιάζονται μπορούν να δώσουν μόνο μια πολύ αμυδρή εικόνα της τεράστιας δουλείας που κρύβεται πίσω-τους.  Αυτό είναι σημαντικό γιατί έχω την εντύπωση πως αυτή η δουλειά ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση των απόψεων του συγγραφέα, μια δουλειά που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την απλή παράθεση των τελικών αποτυπώσεών-της σε χάρτες.

Για μένα, οι χάρτες μιλούν με αμεσότητα και σαφήνεια.  Όμως έχω δυο πλεονεκτήματα που βοηθούν πολύ.  Έχω δουλέψει με συστήματα GIS επαγγελματικά και έχω την εμπειρία της αναζήτησης διατάξεων και μοτίβων σε ένα χαοτικό σύνολο.  Πίσω από κάθε χάρτη που επιλέγεται για παρουσίαση κρύβεται μια πληθώρα άλλων απεικονίσεων και χαρτών που ο καθένας έχει τη δική-του προσφορά στην αλήθεια.  Μια αλήθεια που στην περίπτωση του βιβλίου έπαιξε το δικό-της ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής αφήγησης.

Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι η άμεση επαφή-μου στην παιδική-μου ηλικία με τις διαδικασίες της αγροτικής παραγωγής που περιγράφονται από τις απεικονίσεις GIS του βιβλίου.  Είναι σχεδόν απίστευτο πόσο οικείες μου είναι οι εικόνες των απογραφών του 1572 και του 1832/33 μέσα από τις εμπειρίες-μου τη δεκαετία του ’50 στην Πάφο.  Το «χωριό» των 800 κατοίκων ήταν άμεσα συγκρίσιμο με την «πόλη» των 4000.  Η παραγωγή δημητριακών, λαδιού, χαρουπιών και μεταξιού όπως και η εκτροφή αιγοπροβάτων αποτελούσε άμεση εμπειρία.  Όπως άμεση εμπειρία αποτελούσε και το μοίρασμα του νερού.

Με αυτά τα πλεονεκτήματα, η σύγκριση των απογραφών και  τα συμπεράσματα που εξάγονται από το βιβλίο αποτέλεσαν σημαντικό μέρος της κατανόησης του βιβλίου.  Ωστόσο, το βιβλίο δεν στηρίζεται στη σε βάθος κατανόηση των στοιχείων των απογραφών του 1572 και του 1832/33 μέσα από τις απεικονίσεις GIS.  Αυτό που έχει σημασία είναι εύκολα κατανοητό σε όλους: η τεράστια ανισότητα που καταγράφεται και στις δυο απογραφές και η διασύνδεσή-της με τους οθωμανικούς κρατικούς θεσμούς.  Θεσμούς που αποτελούνται από τη Μεγάλη Πύλη, τους μουχασίληδες, τους δραγομάνους, την Εκκλησία.  Που διαπλέκουν τις ξένες δυνάμεις, τα προξενεία-τους και τους προστατευόμενούς-τους.

Αυτή η συσχέτιση του κοινωνικού υπόβαθρου με τις πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες στο νησί, επιτρέπουν στον συγγραφέα να σκιαγραφήσει τις δυναμικές της ιστορίας εκφρασμένες μέσα από τις δράσεις των ανθρώπων.  Θεσμοί, ομάδες, οικογένειες, άτομα, τάξεις και ηγέτες βρίσκονται σε μια πολυεπίπεδη λειτουργία όπου ο καθένας βρίσκει (ή δεν βρίσκει) τη θέση-του.  Αναλύσεις σε τέτοια πολυεπίπεδα σύμπαντα είναι διαβολικά ναρκοθετημένα πεδία που συχνά οδηγούν σε επισφαλή συμπεράσματα.  Ο συγγραφέας χειρίζεται με προσοχή αυτό το θέμα και αποφεύγει προβληματικές απλουστεύσεις:

Οι θρησκευτική-ιδεολογική αντιπαράθεση είναι το – καθόλου ασήμαντο – επιφαινόμενο βαθύτερων αιτιών.  Ως τέτοιο, όμως, επιτρέπει τη μερική μόνο κατανόηση των  μεταβολών αυτών, το υπόβαθρο των οποίων είναι οικονομικό και κοινωνικό.  Με απλά λόγια, η χωρίς προηγούμενο συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στα χέρια των μη-μουσουλμάνων του νησιού διατάραξε την παραδοσιακή οθωμανική τάξη, σύμφωνα με την οποία η υποτέλεια των κατακτημένων έπρεπε να επικυρώνεται υλικά και συμβολικά, παρά τις όποιες εξαιρέσεις.[8]

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο διεξάγεται μια αναζήτηση των διαμεσολαβητών της ιστορίας.  Ο Αντώνης Χατζηκυριάκος παρουσιάζει στοιχεία και περιγράφει πιθανές μεθοδολογίας γι’ αυτή την αναζήτηση αλλά πολύ σοφά αποφεύγει να δώσει κάτι για το οποίο δεν αισθάνεται ότι μπορεί να είναι σίγουρος.  Αποφεύγει ακόμα να αποδώσει συγκριτική αξία στους διάφορους παράγοντες, που έτσι κι’ αλλιώς δεν είναι πάντα δυνατό να γίνει.  Δίνει έμμεσα ένα «εύρος δυνατοτήτων» όπου οι ήρωές-του (άτομα, τάξεις, θεσμοί κλπ) δρουν και αφήνει τον αναγνώστη με μια εικόνα πολύ πιο καθαρή παρά την εικόνα μιας απλοποιημένης τοποθέτησης.

Τα Ρεμάλια οι Ήρωες

Η περιγραφή των γεγονότων της εποχής που περιγράφει δεν είναι κομμάτι του κύριου μέρους του βιβλίου.  Το βιβλίο δίνει στην αρχή ένα συνοπτικό χρονολόγιο για να μπορεί ο αναγνώστης να παρακολουθήσει τις περιγραφές που αναφέρονται στο κύριο σώμα.  Μια σύντομη εξιστόρηση γεγονότων με τη συμβατική χρονική δομή δίνεται επίσης σε παράρτημα για όσους (σαν εμένα) δεν ξέρουν τα γεγονότα της εποχής πέρα από τα πολύ φτωχά και δαστρεβλωμένα αφηγήματα της Κυπριακής εκπαίδευσης.

Ωστόσο, η εξιστόρηση των γεγονότων και η παρουσίαση των πρωταγωνιστών-τους αποτελεί μια από τις πιο απολαυστικές στιγμές της ανάγνωσης του βιβλίου.  Είναι σχεδόν σαν να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη από την τελευταία τριλογία-του.  Ο Χατζημπακκης, ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός αναδεικνύονται σαν άξιοι πρόδρομοι των σημερινών πολιτευτών της Κύπρου.  Ωστόσο, σε αντίθεση με τους σημερινούς, όλοι είχαν άσχημο τέλος.

Ο Χατζημπακκης, εξήγαγε τακτικά σιτηρά παρά την οθωμανική απαγόρευση, συσσωρεύοντας ένα χωρίς προηγούμενο βαθμό πλούτου και εξουσίας μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1770.  Αφού βρέθηκε ένοχος για διάφορα εγκλήματα και καταδεναστεύσεις των Κυπρίων υπηκόων του Σουλτάνου, το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι για  μια περίοδο εννέα ετών είχε συσσωρεύσει προσωπική περιουσία 8 εκατομμυρίων γροσιών.  Το ποσό ήταν περισσότερο από το ήμισυ των ετήσιων οθωμανικών εσόδων από ολόκληρη την αυτοκρατορία για το έτος 1785/86.[9]

Ο Χατζημπακκης κατάφερε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να έχει για μεγάλο διάστημα τη συναίνεση μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων προκρίτων, του αρχιεπισκόπου και του δραγομάνου – των άλλων δύο πόλων της τοπικής εξουσίας – περιλαμβανομένων.  Οι σχέσεις-του με τα Ευρωπαϊκά προξενεία ήταν, επίσης, πολύ στενές στο επίπεδο των εμπορικών πράξεων και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ιδιαιτέρως στον τομέα των συναλλαγματικών – ένα σύστημα που επέτρεπε την αποστολή μεγάλων χρηματικών ποσών, συνήθως στην Κωνσταντινούπολη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της επαρχίας.  Φαίνεται ότι αξιοποιούσε τους δεσμούς αυτούς για λαθρεμπόριο δημητριακών, τα οποία συγκέντρωνε μέσω των επίσημων λειτουργιών-του σε χαμηλές τιμές, στο πλαίσιο της αύξησης των επισιτιστικών αναγκών του οθωμανικού κράτους.  Με διάφορα μέσα κατάφερε να φέρει υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό-του μεγάλες εκτάσεις γης συγκροτώντας τσιφλίκια, ενώ αποκτώντας το ρόλο του διαχειριστή των βακουφίων κατάφερνε να ελέγχει κομμάτι της αγροτικής παραγωγής και των πλουτοπαραγωγικών πόρων προς όφελός-του.  Από μια γενική άποψη, οι οικονομικές δραστηριότητες του Χατζημπακη είχαν ληστρικό χαρακτήρα.[10]

Η συνεργασία με τον αρχιεπίσκοπο και τον δραγομάνο δεν κράτησε για πάντα.  Η ρήξη μεταξύ-τους έφερε αναστάτωση στις ισορροπίες της αυτοκρατορίας στην Κύπρο με αποτέλεσμα ο Χατζημπακκης να εξοριστεί.  Τη θέση-του στο πλέγμα της διαφθοράς πήρε ο Χατζηγεωργάκης, ο οποίος με τη σειρά-του πέρασε από τη θέση του παντοδύναμου πολιτικού και οικονομικού παράγοντα στην απόδραση από το εξεγερμένο πλήθος μουσουλμάνων και χριστιανών, στην τελική καρατόμησή-του στην Κωνσταντινούπολη.

Ακόμη πιο δραματικά ήταν τα γεγονότα που ακολούθησαν την πτώση του δραγομάνου.  Η διαδικασία κατάσχεσης της περιουσίας-του αποκάλυψε τη σύναψη δανείων συνολικής αξίας 1.27 εκατομμυρίων γροσιών, ποσό πολλαπλάσιο της συνολικής ετήσιας φορολογίας ολόκληρου του νησιού, από Αρμένιους τραπεζίτες στο όνομα των κατοίκων της Κύπρου για τη διεκπεραίωση των «σπουδαίων υποθέσεων» του νησιού εκ της θέσης-του ως «αντιπροσώπου της επαρχίας».  Αυτό σήμαινε ότι υπόλογοι για τα χρέη ήταν οι μουσουλμάνοι και χριστιανοί του νησιού, γεγονός που άνοιξε μια μακροπρόθεσμη και σύνθετη διαδικασία αποπληρωμής των δανείων μέσω της κοινοτικής διοίκησης, από την οποία οι κληρονόμοι του Χατζηγεωργάκη διεκδικούσαν τα δάνεια.[11]

Το βιβλίο

Γιατί όμως αυτό το βιβλίο, αυτή τη στιγμή;  Όπως ήδη υπονοήθηκε πιο πάνω, θεωρώ ότι το βιβλίο είναι ένα φαινόμενο των καιρών.  Το εθνικό αφήγημα στην Κύπρο έχει ξεφτίσει σε μεγάλο βαθμό και δεν υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές που να έχουν νόημα.  Έχω την εντύπωση πως το βιβλίο αναζητά διέξοδο μέσα από την επιστροφή στην επιστημονική έρευνα και την καλύτερη κατανόηση της ιστορικής πορείας με την ελπίδα να βρούμε μια άκρη για την πορεία του παρόντος.  Είναι ουσιαστικά άρνηση του ερασιτεχνισμού στην πολιτική δράση και αναγνώριση της αλήθειας ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος προς τη γνώση.

Η γνώση φυσικά δεν υπόσχεται μια καλύτερη κοινωνία.  Μπορεί μόνο να δημιουργήσει το υπόβαθρο για το κτίσιμο ενός προγράμματος δράσης, μιας πολύ διαφορετικής διαδικασίας.  Ο Χέγκελ θεωρούσε πως ο δρόμος προς τη γνώση είναι ένα ταξίδι που πρέπει να περάσει κανείς βήμα προς βήμα, για να ετοιμάσει το μυαλό-του να την καταλάβει.  Το βιβλίο του Αντώνη Χατζηκυριάκου είναι παράξενα δομημένο, σε μια ακολουθία κεφαλαίων που εκ πρώτης όψεως δεν είναι κατανοητή.  Η τοποθέτηση των ιστορικών γεγονότων σε παράρτημα «για όσους δεν τα ξέρουν» δεν είναι η πρώτη επιλογή για τους περισσότερους συγγραφείς.  Ακολουθώντας την προτροπή του συγγραφέα διάβασα το παράρτημα πρώτα, και είχα μια καλύτερη επαφή με πρόσωπα που είχα ακουστά και ήξερα πολύ λίγο.  Αυτή η ανάγνωση ήταν πολύ βοηθητική για την ανάγνωση του υπόλοιπου βιβλίου.  Όταν, τελειώνοντας, ξαναδιάβασα το παράρτημα το κείμενο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.  Τα γεγονότα που περιγράφονται και οι ήρωές-τους δεν ήταν πια κάποια επεισόδια μιας διήγησης.  Ήταν ζωντανές παρουσίες που καταλάβαινα πολύ καλύτερα και μπορούσα να ψηλαφήσω τα άπειρα νήματα που τις συνέδεαν.

Αυτό από μόνο-του ήταν αρκετό για να διασκεδάσει τις αμφιβολίες-μου για τις δυνατότητες προσφοράς σε μια εποχή που την στοιχειώνει η αβεβαιότητα και ο φόβος.

ΘΕΜΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΠΑΦΟΣ

14 Ιουνίου 2023

 

 

[1] Χερσαίο Νησί, σελ. 54

[2] Το ίδιο, σελ. 55

[3] Το ίδιο, σελ. 58

[4] Το ίδιο, σελ. 74

[5] Το ίδιο σελ.101

[6] Το ίδιο, σελ. 109

[7] Το ίδιο σελ. 101

[8] Το ίδιο, σελ. 222

[9] Το ίδιο, σελ. 319

[10] Το ίδιο, σελ. 345

[11] Το ίδιο σελ. 353